(ε)κατοστή

(ε)κατοστή
η сотня;

καμμιά (ε)κατοστή — или μιά (ε)κατοστή — около сотни


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "(ε)κατοστή" в других словарях:

  • κατοστή — και εκατοστή, ἡ φρ. «καμιά (ε)κατοστή» περίπου εκατό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. τού ἑκατοστός < εκατόν] …   Dictionary of Greek

  • κατοσταριά — ή φρ. «καμιά κατοσταριά» περίπου εκατό, πάνω κάτω εκατό. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ε)κατοστή + κατάλ. αριά, (πρβλ. διακοσ αριά, εικοσ αριά)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»